βραχύκαννος

βραχύκαννος
-η, -ο
αυτός που έχει κοντή κάννη: Παλαιότερα υπήρχαν βραχύκαννα τουφέκια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βραχύκαννος — η, ο (για όπλα) 1. αυτός που έχει κοντή κάννη 2. το ουδ. ως ουσ. βραχύκαννο, το μικρό τουφέκι …   Dictionary of Greek

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”